Σακχαρώδης Διαβήτης: Ταξινόμηση, Διάγνωση και Παρακολούθηση
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης είναι μια χρόνια μεταβολική νόσος που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο ο οργανισμός επεξεργάζεται τη γλυκόζη, τη βασική πηγή ενέργειας για τα κύτταρα. Χαρακτηρίζεται από διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, λιπών και πρωτεϊνών, η οποία οφείλεται σε έλλειψη ινσουλίνης. Η κύρια έκφραση της διαταραχής του μεταβολισμού στον ΣΔ είναι η αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα. Στην Ελλάδα, χιλιάδες άτομα πάσχουν από ΣΔ, ενώ πολλοί δεν γνωρίζουν καν ότι νοσούν. Σε αυτό το άρθρο που βασίζεται στις αναθεωρημένες Κατευθυντήριες Οδηγίες (2025) για τον ΣΔ της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας θα δούμε συνοπτικά πώς ταξινομείται ο ΣΔ, με ποιές εξετάσεις γίνεται η διάγνωση του, αλλά και γιατί η τακτική και συστηματική παρακολούθηση του είναι καθοριστικής σημασίας για την ποιότητα ζωής των πασχόντων και την πρόληψη σοβαρών επιπλοκών της νόσου.
Ταξινόμηση:
Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι: Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 1: Οφείλεται σε αυτοάνοση συνήθως καταστροφή των β-κυττάρων του παγκρέατος και συνήθως οδηγεί σε σχεδόν πλήρη έλλειψη ινσουλίνης. Αφορά στο 5-10% των ατόμων με ΣΔ και συχνότερα εμφανίζεται στην παιδική και εφηβική ηλικία.
Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 2: Οφείλεται σε προοδευτική μείωση της επαρκούς έκκρισης της ινσουλίνης από τα β-κύτταρα του παγκρέατος που απαιτείται για την αντιμετώπιση των μεταβολικών αναγκών, συχνά σε συνδυασμό με αντίσταση στην ινσουλίνη και αφορά περισσότερα από 90% των ατόμων με ΣΔ.
Τα κριτήρια διάγνωσης του ΣΔ είναι τα παρακάτω:
1. Γλυκόζη νηστείας (τουλάχιστον 8 ωρών) > ή = 126 mg/dL
2. Γλυκόζη 2 ωρών (κατά τη δοκιμασία φόρτισης με γλυκόζη 75gr) > ή = 200 mg/dl
3.Τυχαία μέτρηση γλυκόζης >ή = 200mg/dl σε άτομο με τυπικά συμπτώματα υπεργλυκαιμίας (πολυουρία, πολυδιψία, και ανεξήγητη απώλεια βάρους)
4.Γλυκοζυλιωμένη Αιμοσφαιρίνη (HbA1c)>ή =6,5 (δε συνιστάται από την Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία)
Παρακολούθηση του ΣΔ:
Προϋπόθεση για την άριστη αντιμετώπιση του ατόμου με ΣΔ είναι η τακτική παρακολούθηση του με κλινικούς και εργαστηριακούς ελέγχους. Η συχνότητα των ελέγχων των ατόμων με ΣΔ καθορίζεται ανάλογα με τον τύπο, το είδος της θεραπείας, το βαθμό ρύθμισης της γλυκόζης και την παρουσία ή μη χρόνιων επιπλοκών. Ο ΣΔ παρουσιάζει μεγάλη ετερογένεια τόσο στη φαινοτυπική και γονιδιακή έκφραση του, όσο και στην εξέλιξη του, με αποτέλεσμα οι επιπλοκές του να διαφέρουν πολύ από άτομο σε άτομο. Στο πλαίσιο του εργαστηριακού έλεγχου συνήθως προτείνεται μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης κάθε 3-6 μήνες και συχνότερα της γλυκόζης νηστείας. Ενδεικτικά η ρύθμιση και διατήρηση της υπεργλυκαιμίας επί ΣΔ στα επίπεδα HbA1c 7,0% έχει ως αποτέλεσμα τη στατιστικά σημαντική μείωση της συχνότητας εμφάνισης χρόνιων επιπλοκών όπως η μικροαγγειοπάθεια (αμφιβληστροειδοπάθεια, νεφροπάθεια και νευροπάθεια) και η μακροαγγειοπάθεια (καρδιαγγειακή νόσος)
Συμπερασματικά:
Ο ΣΔ είναι ένα σύνδρομο με ετερογενές και πολυπαραγοντικό υπόστρωμα. Ο ρόλος του Μικροβιολογικού εργαστηρίου είναι καθοριστικός τόσο στη διάγνωση όσο και στην παρακολούθηση της νόσου.